- άβολα
- incommodément
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
άβολα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται … Dictionary of Greek
αβόλα — Πόλη(31.100 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην επαρχία των Συρακουσών. Η πόλη ανοικοδομήθηκε μετά τον σεισμό του 1963. Στην περιοχή της υπάρχουν μεγάλα εκτροφεία βοοειδών. Η Α. απέχει 37 χλμ. περίπου από το Ιόνιο πέλαγος. Στην περιοχή αυτή βρίσκεται … Dictionary of Greek
ἄβολα — ἄβολος that has not shed his foal teeth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμπάμπουλα — και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ. 1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει 2. απερίσκεπτα 3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα 4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα 5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην μίγδην, άνω κάτω 6. θορυβωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το… … Dictionary of Greek